- απαραχάραχτος
- -η, -οεπίρρ. -α γνήσιος, απαραποίητος: Ήταν βέβαιος πως είχε να κάνει με νομίσματα απαραχάραχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαραποίητος — η, ο επίρρ. α γνήσιος, απαραχάραχτος: Κοίταξε προσεχτικά τα χαρτονομίσματα και βεβαιώθηκε πως ήταν απαραποίητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)